- σκέλος
- -ους, το, ΝΜΑ1. καθένα από τα κάτω άκρα τού ανθρώπου ή τα πίσω πόδια τού ζώου, που περιλαμβάνει τον μηρό, την κνήμη και το άκρο πόδι που καταλήγει στα δάχτυλα (α. «κολοβωμένα σκέλη» β. «τοῡ μὲν πρώτου κατέαξαν τὰ σκέλη», ΚΔγ. «τὰ σκέλη... καὶ τὰ ἰσχία πρὸς τὴν γῆν ἐρείσας», Πλάτ.)2. μτφ. καθετί που μοιάζει με πόδινεοελλ.1. καθένα από τα δύο όμοια ή αντίστοιχα μέρη που συνθέτουν ένα σύνολο (α. «σκέλη διαβήτη» β. «σκέλη γωνίας» γ. «το πρώτο σκέλος τού προβλήματος» δ. «σκέλος προϋπολογισμού» — καθένα από τα δύο αντίστοιχα κεφάλαια τού προϋπολογισμού, δηλ. τών εσόδων ή τών εξόδων)2. φρ. α) «σκέλη τών νομέων»ναυτ. καθένα από τα συμμετρικά τμήματα τών νομέων από τη μια και από την άλλη πλευρά τής τρόπιδαςβ) «σκέλη θωρακίων ή διζύγων» — ξύλινα τεμάχια πάνω στα οποία στηρίζονται τα θωράκια ή τα δίζυγααρχ.1. τμήμα οχυρώματος ή τείχους που συνδέει άλλα μεγαλύτερα τμήματα2. ο πλάγιος τοίχος ναού ή άλλου οικοδομήματος («νοτίνου σκέλους Ἑρμοῡ πόλεως», πάπ.)3. πλάγιος πάσσαλος ή υποστήριγμα μηχανής4. το άκρο χειρουργικού επιδέσμου5. τα άκρα περσικής καλύπτρας6. καθένα από τα μέρη μιας περιόδου7. στον πληθ. τὰ σκέλημτφ. α) τα δύο μακρά τείχη που συνέδεαν την Αθήνα με τον Πειραιάβ) τα μακρά τείχη μεταξύ Μεγάρων και Νίκαιαςγ) τα μακρά τείχη μεταξύ Κορίνθου και Λεχαίου8. φρ. α) «ἐπὶ σκέλος χωρεῑν» ή «ἐπὶ σκέλους ἀνάγειν»στρ. υποχωρώ έχοντας το πρόσωπο στραμμένο προς τον εχθρό, υποχωρώ με τάξηβ) «κατά σκέλος βαδίζειν» — λεγόταν για το λιοντάρι και την καμήλα, επειδή βαδίζουν κινώντας το πίσω πόδι μαζί με το μπροστινό στην ίδια πλευρά και όχι σταυροειδώς, όπως τα περισσότερα τετράποδαγ) «παρὰ σκέλος ἀπαντᾷ» — κόβει τον δρόμο κάποιου, εναντιώνεται σε κάποιονδ) «πράγματα ἐπὶ θατέρου σκέλους ἑστῶτα» — πράγματα πολύ επισφαλή, που βρίσκονται σε κακή κατάσταση.[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ανάγεται στην απαθή βαθμίδα τής ΙΕ ρίζας *(s)kel- «κάμπτω, ακουμπώ, κυρτός» (βλ. και λ. κώλο[ν]), η οποία, ειδικά για περιγραφές μελών σώματος, δηλώνει το σημείο σύνδεσης, άρθρωσης δύο μελών, που μπορεί να στρίβει και να λυγίζει εύκολα. Επομένως, η λ. σκέλος «το κάτω άκρο από τον γοφό ώς τα δάκτυλα» θα πρέπει να δήλωνε αρχικά το μέλος τού σώματος που αποτελείται από τον μηρό και τη γάμπα, τα οποία συνδέονται στο γόνατο. Η λ. σκέλος συνδέεται με τα αρχ. άνω γερμ. scelah «στραβός», αγγλοσαξ. sceolh «στρεβλός» (πρβλ. αγγλ. shelve «λυγίζω, γέρνω»), αλβαν. tschale «χωλός» και θα μπορούσε πιθ. να θεωρηθεί αντίστοιχη με το λατ. scelus «ανόσιο έργο», αν γίνει δεκτή μια αρχική σημ. «πράξη στραβή, άδικη» για τη λατ. λ. (για τη σημασιολογική αυτή εξέλιξη πρβλ. και λ. σκολιός). Η λ. απαντά και στη Μυκηναϊκή στον τ. kerea2, ο οποίος αναφέρεται στα πόδια ενός τρίποδα.ΠΑΡ. σκελέααρχ.σκελίσκος, σκελλός, σκελύδριοναρχ.-μσν.σκελίζω.ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) σκελοτύρβηαρχ.σκελεαγής, σκελόδεσμον, σκελοκοπία, σκελοκοπούμαι, σκελοπέδηνεοελλ.σκελαλγία. (Β' συνθετικό) ανισοσκελής, ασκελής (ΙΙ), βαρυσκελής, ετεροσκελής, ισοσκελής, μακροσκελής, μονοσκελής, ραιβοσκελής, τρισκελήςαρχ.βραδυσκελής, βραχυσκελής, εξασκελής, ιμαντοσκελής, ιπποσκελής, ισχνοσκελής, κακοσκελής, λεπτοσκελής, μικροσκελής, οκτασκελής, ομοιοσκελής, παρασκελής, παχυσκελής, περισκελής (II), τετρασκελής, τραγοσκελής, υγροσκελής, υπερσκελής, φοινικοσκελής, χαλκοσκελήςνεοελλ.γυμνοσκελής, δισκελής].
Dictionary of Greek. 2013.